Το φετινό δεύτερο ετήσιο “κύμα” της έρευνας (για το 2021) καταγράφει ενδιαφέροντα ευρήματα σε μια σειρά επίκαιρα θέματα:
Εργασιακή κατάσταση και ενδείξεις επισφάλειας
Τηλεργασία
Εργάσιμος χρόνος
Μισθοί
Προστασία εργασιακών δικαιωμάτων, συνδικαλισμός και νέες μορφές διεκδίκησης
Μερικά χαρακτηριστικά ευρήματα της έρευνας:
Φόβος σε περισσότερους από έναν στους πέντε εργαζόμενους ότι θα χάσει τη δουλειά του τον επόμενο ένα χρόνο
Στην ερώτηση «πόσο πιθανό θεωρείτε να χάσετε τη δουλειά (ή να μην ανανεωθεί η σύμβαση) από την οποία κερδίζετε το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού σας εισοδήματος μέσα στον επόμενο ένα χρόνο;», το 22,2% χαρακτήρισε το ενδεχόμενο αυτό πολύ ή αρκετά πιθανό. Τη μεγαλύτερη ανασφάλεια εντοπίζουμε μεταξύ των απασχολούμενων με «μπλοκάκι» (55,9%), ενώ και στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα τα ποσοστά αυτά εμφανίζονται αυξημένα (28,2%) και οπωσδήποτε πολύ μεγαλύτερα από το αντίστοιχο ποσοστό των μισθωτών του δημόσιου τομέα (9,7%).
Τηλεργασία: Επιστροφή στο γραφείο προς το παρόν – Χαμηλές προσδοκίες από το νέο νόμο για την προστασία των εργαζομένων σε καθεστώς τηλεργασίας
Το 48,0% των ερωτώμενων εργάστηκε για πρώτη φορά μέσω τηλεργασίας από το σπίτι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, σε σύγκριση με το 12,6% που είχε εργαστεί και προηγουμένως. Αντίθετα, ακόμη και σήμερα, το 39,1% δήλωσε ότι δεν έχει εργαστεί καθόλου εξ αποστάσεως από το σπίτι.
Περαιτέρω, από όσους/όσες δήλωσαν ότι έχουν εργαστεί μέσω τηλεργασίας (Ν=490), η πλειοψηφία (63,6%) έχει σταματήσει πλέον την εξ αποστάσεως εργασία, ενώ το 28,4% των ερωτώμενων εργάζεται κάποιες μέρες την εβδομάδα με τηλεργασία και τις υπόλοιπες στον χώρο εργασίας τους. Τέλος, το 8,0% δήλωσε ότι συνεχίζει να εργάζεται καθημερινά με τηλεργασία.
Μεταξύ όσων απάντησαν ότι έχουν εργαστεί με τηλεργασία (Ν=490), το 42,1% αξιολογεί τη συνολική εμπειρία του από την τηλεργασία θετικά, το 27,3% ουδέτερα και το 30,7% αρνητικά.
Με βάση τα ευρήματα της έρευνας, τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα του νέου θεσμικού πλαισίου για την τηλεργασία που ψηφίστηκε τον Ιούνιο του 2021 («νόμος Χατζηδάκη»), αλλά και οι προοπτικές του είναι, κατά τη γνώμη των ίδιων των εργαζόμενων, πενιχρά.
Από το σύνολο των ερωτώμενων (Ν=808), περίπου 6 στους 10 (59,8%) δήλωσαν λίγο ή καθόλου ενημερωμένοι/ες για της ρυθμίσεις που αφορούν το καθεστώς της τηλεργασίας.
Ακόμη λιγότερο ενθαρρυντικά και ευοίωνα είναι όσα ανέφεραν οι ερωτώμενοι/ες στην έρευνά μας, ως προς την εκτίμησή τους για το κατά πόσο πρόκειται να εφαρμοστούν μερικές από τις σημαντικότερες προστατευτικές ρυθμίσεις του νέου θεσμικού πλαισίου για την τηλεργασία.
Εργάσιμος χρόνος : Υπέρ των συμφερόντων των εργοδοτών ο νέος «νόμος Χατζηδάκη» για τον εργάσιμο χρόνο – Θα φέρει αύξηση των ωρών εργασίας και μείωση των εισοδημάτων των εργαζομένων
Ενόψει της κεντρικής θέσης που απέκτησε στη δημόσια συζήτηση ο «νόμος Χατζηδάκη» (ν. 4808/2021), με εξέχουσα τη διάταξη περί διευθέτησης του εργάσιμου χρόνου, ζητήθηκε από τους/τις ερωτώμενους/ες να απαντήσουν αν, κατά τη γνώμη τους, η νέα αυτή ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία εργοδότης και εργαζόμενος μπορούν να συμφωνούν ότι για την εργασία του πέραν του οκταώρου ο εργαζόμενος θα λαμβάνει επιπλέον χρόνο ανάπαυσης αντί χρηματικής αμοιβής (υπερωρίες), είναι προς το συμφέρον τον εργαζομένων ή των εργοδοτών.
Οι ερωτώμενοι/ες κλήθηκαν επίσης να απαντήσουν για τα πιθανά αποτελέσματα που είναι πιθανότερο να επιφέρει η παραπάνω ρύθμιση για την ευέλικτη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου. Η πλειοψηφία των εργαζομένων υποστηρίζει ότι θα υπάρξει σειρά αρνητικών επιπτώσεων (αύξηση συνολικού χρόνου εργασίας, μείωση εισοδήματος, διατάραξη προσωπικής και οικογενειακής ζωής κ.λπ.).
Το δίλημμα «ευελιξία ή εκμετάλλευση» τέθηκε και με αφορμή την τάση μετατροπής των μισθωτών σε τυπικά ελεύθερους επαγγελματίες, είτε μέσω της εργασίας σε ψηφιακές πλατφόρμες (π.χ. Uber, Wolt, E-food κ.ά.) είτε ως απασχολούμενων με «μπλοκάκι» κ.λπ. Η συντριπτική πλειοψηφία (83,3%) απάντησε ότι βλέπει την τάση αυτή αρνητικά, γιατί οι εργοδότες βρίσκουν ευκαιρία να απαλλάσσονται από υποχρεώσεις που έχουν βάσει του εργατικού δικαίου (τήρηση ωραρίου, καταβολή μισθού, μέτρα ασφάλειας και υγείας στην εργασία, χορήγηση αδειών, αποζημίωση σε εργατικά ατυχήματα, παροχή εξοπλισμού κ.λπ.) και μόνο το 11,6% συντάχθηκε υπέρ της τάσης αυτής.
Έξι στους δέκα εργαζόμενους δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα αποκλειστικά με τον μισθό τους – Μισθολογική στασιμότητα προεξοφλούν οι περισσότεροι/ες – Αύξηση των μισθών ζητούν οι εννιά στους δέκα εργαζόμενους.
Όταν κλήθηκαν να απαντήσουν κατά πόσο οι αποδοχές τους από την εργασία επαρκούν για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους, χωρίς να έχουν άλλους οικονομικούς πόρους, ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό (60,4%) των ερωτώμενων – και μάλιστα οριακά αυξημένο από το αντίστοιχο ποσοστό του 2020 – απάντησε αρνητικά.
Το ποσοστό των ερωτώμενων που απάντησαν ότι οι αποδοχές τους από την εργασία τους είναι αντάξιες της ποσότητας και του είδους της εργασίας που παρέχουν ανήλθε σε μόλις 24,9%.
Ως προς τις προσδοκίες και τις εκτιμήσεις των ερωτώμενων σχετικά με τις προσωπικές μισθολογικές προοπτικές τους, η μεγάλη πλειοψηφία δεν αναμένει καμία αξιόλογη βελτίωση της κατάστασης, καθώς οι περισσότεροι (40,2%) εκτιμούν ότι ο μισθός τους θα παραμείνει στάσιμος ή, στην καλύτερη περίπτωση, ένα αντίστοιχο ποσοστό (39,1%) αναμένει μικρή αύξηση μέσα στην επόμενη πενταετία.
Ως προς τις γενικές προοπτικές για τους μισθούς, η συντριπτική πλειοψηφία (91,3%) απάντησε ότι οι μισθοί είναι χαμηλοί και πρέπει να αυξηθούν, ενώ μόλις το 0,1% απάντησε ότι είναι υψηλοί και πρέπει να διατηρηθούν στα ίδια επίπεδα. Με άλλα λόγια, οι απαντήσεις στην έρευνά μας δείχνουν ότι η υποκειμενική πρόσληψη των εργαζόμενων ταυτίζεται με τα στατιστικά δεδομένα που υπάρχουν για το επίπεδο των μισθών στη χώρα μας.
Ως προς το σημερινό ύψος του κατώτατου μισθού φαίνεται να υπάρχει μια οριζόντια συμφωνία ότι αυτό είναι πολύ χαμηλό και ανεπαρκές.
Στο ερώτημα για το ποιες θα ήταν οι πιθανές επιπτώσεις από την αύξηση του κατώτατου μισθού, το 90,6% απάντησε ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα είχε θετική επίπτωση στην ανάπτυξη, γιατί θα αυξανόταν το εισόδημα των νοικοκυριών και η αγοραστική κίνηση, ενώ μόνο το 7,3% απάντησε ότι θα είχε αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη, γιατί θα αυξανόταν οι μισθολογικές δαπάνες για τις επιχειρήσεις.
Μόνο ένας στους πέντε εργαζόμενους καταγγέλλει εργοδοτικές παραβιάσεις που υφίσταται – Σημαντικό ρόλο αναγνωρίζει η πλειοψηφία στα συνδικάτα και ζητά αναβαθμισμένες διεκδικήσεις και αξιοποίηση νέων μορφών αγώνα
Στην ερώτηση σχετικά με τα περιστατικά παραβάσεων/αθέτησης υποχρεώσεων από την πλευρά του εργοδότη, που οι ίδιοι οι ερωτώμενοι προσωπικά είχαν αντιμετωπίσει, πολύ διαδεδομένη φαίνεται να είναι η παράβαση των κανόνων εργασιακής ηθικής και δεοντολογίας από τον εργοδότη (31,6% δηλώνει ότι το έχει υποστεί τον τελευταίο ένα χρόνο), κάτι αναμενόμενο μετά τις καταγγελίες που άρχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας στη χώρα μας, για φαινόμενα σεξιστικής συμπεριφοράς, σεξουαλικής παρενόχλησης ή βίας σε χώρους εργασίας, αλλά και για άλλα φαινόμενα κακοποίησης/παρενόχλησης στην εργασία (mobbing). Το αμέσως συχνότερο «θύμα» εργοδοτικών παραβάσεων είναι το πεδίο του συλλογικού εργατικού δικαίου (δικαίωμα στην απεργία, στον συνδικαλισμό), ωστόσο, και οι με τη στενή έννοια εργοδοτικές υποχρεώσεις (ωράριο, μισθός) παραβιάζονται.
Από το σύνολο όσων δήλωσαν ότι έχουν υποστεί τουλάχιστον μία από τις παραπάνω συμπεριφορές από τον εργοδότη τους κατά τον τελευταίο ένα χρόνο (Ν=446), μόνο ένας/μία στους πέντε (21,5%) δήλωσε ότι κατήγγειλε τον εργοδότη του/της είτε θεσμικά (ΣΕΠΕ, συνδικάτο κ.λπ.) είτε με άλλο τρόπο δημόσια (π.χ. ΜΜΕ ή social media). Οι υπόλοιποι/ες αναφέρουν ως λόγους μη καταγγελίας το ότι γνώριζαν ότι πολύ δύσκολα θα δικαιωθούν (35,2%), την θέλησή τους να προστατεύσουν την «καλή φήμη» τους ως εργαζομένων (14,6%), αλλά και την κατανόηση προς τον εργοδότη και την αναγνώριση ότι κάνει το καλύτερο που μπορεί (11,0%). Επίσης ένα καθόλου αμελητέο ποσοστό (9,7%) δήλωσε ότι δεν υπέβαλε καταγγελία υπό το φόβο της απόλυσης.
Στις κρίσεις τους για το συνδικαλισμό, οι ερωτώμενοι/ες αναγνωρίζουν την αξία των συνδικάτων για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, αν και είναι κριτικοί/ές προς τις συνδικαλιστικές ηγεσίες και ζητούν περισσότερες και αυξημένες διεκδικήσεις και νέες εναλλακτικές μορφές κινητοποιήσεων.