Στα εσωτερικά meetings των τραπεζών οι διευθύνοντες αναλύουν το πώς οι τράπεζες θα αυξήσουν σημαντικά τα έσοδά τους σε συνθήκες πληθωρισμού
Είναι δυνατό μια ομάδα επιχειρήσεων που έχει «γράψει» σωρευτικά τα τελευταία 13 χρόνια ζημιές ύψους 128,74 δισεκατομμυρίων ευρώ, δηλαδή γύρω στο 65% του ΑΕΠ της χώρας, να διαγκωνίζεται επισήμως και ανεπισήμως για το αν οι μέτοχοί της θα πάρουν μέρισμα μόλις εμφανίστηκα τα πρώτα κέρδη; Κέρδη που είναι, εξάλλου, ένα ελάχιστο κλάσμα των πραναφερθεισών ζημιών.
Και δεν είναι μόνο ότι ο υποχρεωτικός κρατικός δανεισμός και τα Μνημόνια οφείλονται κατά σημαντικό μέρος στην τραπεζική χρεοκοπία. Ακόμα και σήμερα οι τράπεζες υφίστανται θεσμικά από πλευράς κεφαλαίων επειδή εδώ και κάμποσα χρόνια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έκανε αποδεκτή τη χρησιμοποίηση του μηχανισμού του «αναβαλλόμενου φόρου» (DTC). Πρόκειται στην πραγματικότητα για εικονικά (virtual) κεφάλαια τα οποία «υπάρχουν» στους ισολογισμούς των τραπεζών επειδή το κράτος εγγυάται ότι θα καλύψει μελλοντικές ζημιές εφόσον αυτές υπάρξουν.
Να επαναλάβουμε ότι κάτι τέτοιο έχει εγκριθεί από την ΕΚΤ. Όμως αυτή είναι η τυπική πλευρά του ζητήματος. Πριν έναν-ενάμιση χρόνο ο SSM, δηλαδή ο μηχανισμός εποπτείας των συστημικών τραπεζών της ΕΚΤ, είχε δημοσιοποιήσει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούν να μοιράσουν μέρισμα μόνο αν ο «αναβαλλόμενος φόρος» (τα virtual κεφάλαια δηλαδή) υποχωρήσει από το 22% των ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών.
Σήμερα το 70% σχεδόν των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών εξακολουθούν να είναι «εικονικά». Στα 21 δισ. τα 14,6 είναι αναβαλλόμενος φόρος. Κυκλοφορεί εντόνως ότι ο SSM θα επιτρέψει τη διανομή μερίσματος για δύο από αυτές το 2023 και για το σύνολο το 2024.
Αλλά, αλήθεια, τι θα συμβεί που θα είναι τόσο συνταρακτικό και θα εκτινάξει τα κεφάλαια των τραπεζών στα ύψη; Γιατί και μέγα μέρος των εσόδων τους (περί το μισό δισεκατομμύριο ή 508 εκατομμύρια ευρώ ανά έτος την περίοδο Μαρτίου 2020-2022) προέρχονται από την απόλυτη απραξία τους. Τουτέστιν, από τον δανεισμό τους με αρνητικό επιτόκιο (-1%) 50,8 δισεκατομμυρίων ευρώ στο πλαίσιο των ειδικών προγραμμάτων της ΕΚΤ (LTRO, TLTRO) για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Τα χρήματα αυτά δόθηκαν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να ενισχυθεί η χρηματοδότηση της οικονομίας και ειδικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Οι ελληνικές τράπεζες διέθεσαν ελαχιστότατα για προγράμματα χρηματοδοτήσεων και ως «καλοί ραντιέρηδες» εισέπρατταν από την ΕΚΤ χωρίς κανένα ρίσκο το 1% του αρνητικού επιτοκίου.
Η επικείμενη εισαγωγή στη Βουλή του νομοσχεδίου για το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έρχεται σε μια στιγμή που η πλειονότητα της κοινής γνώμης έχει στραμμένη την προσοχή της σε μείζονα οικονομικά θέματα που αφορούν την καθημερινή επιβίωση (ακρίβεια, μισθοί κ.λπ.).
Η εκτίναξη των spreads
Και ενώ η χρηματοδότηση της οικονομίας είναι στο ναδίρ (π.χ., μόνο 900 εκατ. ετησίως για στεγαστικά δάνεια έναντι 17 δισ. πριν το 2009), όπως επιβεβαιώθηκε προχθές από την Τράπεζα της Ελλάδος, το μέσο spread (η διαφορά δηλαδή μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και δανειοδοτήσεων) ξεπερνά πλέον τις 4 ποσοστιαίες μονάδες. Και μάλιστα με το επιτόκιο καταθέσεων να μην ξεπερνά το 0,40%.
Στα εσωτερικά meetings των τραπεζών οι διευθύνοντες αναλύουν το πώς οι τράπεζες θα αυξήσουν σημαντικά τα έσοδά τους σε συνθήκες πληθωρισμού λόγω της μεγάλης αύξησης των spreads. Το ενδιαφέρον σ’ αυτές τις συνθήκες είναι ότι καμία από τις συστημικές τράπεζες δεν εμφανίζει διαφοροποιημένη πολιτική επιτοκίων, καθώς θα ήταν ευκαιρία να αυξήσει τη δυνητική πελατεία της. Στο πλαίσιο αυτό, οι παλιές καταγγελίες για εναρμονισμένες πρακτικές αρχίζουν να ξανακούγονται.
Πέραν όλων των άλλων όμως, η κατάσταση εξακολουθεί να διέπεται από υψηλούς βαθμούς αβεβαιότητας στον τραπεζικό τομέα. Και πέραν της αύξησης των spreads, η μόνη άλλη σίγουρη πηγή εσόδων είναι οι προμήθειες από τη διαμεσολάβηση στα προγράμματα του ταμείου ανάκαμψης, καθώς η Ελλάδα είναι ίσως η μοναδική χώρα της Ευρώπης στην οποία η κυβέρνησή της αποφάσισε όλο το distribution (η διανομή δηλαδή) των κονδυλίων του ταμείου να γίνει με την υποχρεωτική συμμετοχή των τραπεζών – έναντι αδρής προμήθειας προφανώς.
Για την κυβέρνηση, τις ηγεσίες των τραπεζών, το μείζον θέμα αυτή τη στιγμή φαίνεται να είναι το συνολικό ξεφόρτωμα των κόκκινων δανείων σε funds χωρίς καμία κοινωνική δέσμευση. Ο αριθμός των επικείμενων πλειστηριασμών έχει εκτιναχθεί στα ύψη ακόμη και για ποσά 30.000 και 40.000 ευρώ.
Αυτό όμως που γίνεται εμφανές τόσο από την πρεμούρα των διοικήσεων των τραπεζών όσο και από την ακραία πολιτική που εφαρμόζουν πλέον τα funds είναι ότι «βιάζονται» είτε να πάρουν πίσω τμήμα των κεφαλαίων που επένδυσαν λόγω των υψηλών αβεβαιοτήτων που διαγράφονται πλέον εξαιτίας της κλιμάκωσης της κρίσης που με τον πόλεμο στην Ουκρανία φαίνεται να οδηγεί σε άλλα επίπεδα ισορροπίας τις διεθνείς αγορές, πολύ χαμηλότερα από εκεί που είναι σήμερα.
Με βάση και τις αβεβαιότητες, αλλά κυρίως λόγω της κεφαλαιακής αδυναμίας των τραπεζών, η οποιαδήποτε επιδείνωση της διεθνούς οικονομίας (και κατά συνέπεια και της εγχώριας) θα οδηγήσει σε μια κρίση με μόνη προβλέψιμη προοπτική την κρατική στήριξη, καθώς οι νέοι μέτοχοι των περισσοτέρων τραπεζών ενδιαφέρθηκαν να «τρυγήσουν» τα πακέτα των κόκκινων δανείων και εν γένει των NPE’s. Και μάλλον δεν πρόκειται να «ματώσουν» αν η κρίση οδηγήσει σε ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης…
Και ενώ για τους ιδιώτες μετόχους σε αυτή την περίπτωση το προφανές θα είναι να «πάρουν» τις ζημιές τους ή τα κέρδη τους και να αποχωρήσουν, για το Ελληνικό Δημόσιο το θέμα είναι τεράστιο…
Αλλαγές στο ΤΧΣ προωθεί η κυβέρνηση
Στόχος της κυβέρνησης είναι η πώληση των κρατικών μεριδίων που κατέχει στις τράπεζες έως το 2025
Η ύπαρξη και ο χαρακτήρας του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έχουν να κάνουν απολύτως με τη μεγάλη περιπέτεια του ελληνικού τραπεζικού συστήματος κατά τη μνημονιακή περίοδο. Από τότε, και αφού η ΕΚΤ επέβαλε στην ηγεσία του διάφορους «γυρολόγους» από διάφορες χώρες της Ε.Ε., και πολλά άλλαξαν, και πολλά αποκαλύφθηκαν.
Κατά την τελευταία αλλαγή στο νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του ΤΧΣ με τον Ν. 4783/2021 προβλέφθηκε μεταξύ άλλων η δυνατότητά του να συμμετέχει, όπως κάθε άλλος μέτοχος, σε ΑΜΚ των τραπεζών που γίνονται για αναπτυξιακούς σκοπούς. Μέχρι τότε, το ΤΧΣ μπορούσε να συμμετέχει μόνο σε ανακεφαλαιοποιήσεις τραπεζών για σκοπούς εξυγίανσης.
Η κυβέρνηση προωθεί τώρα νέο νομοθετικό πλαίσιο, που προβλέπει τη λειτουργία του έως το τέλος του 2025 έτσι ώστε να προχωρήσει και να ολοκληρώσει την αποεπένδυση στις τράπεζες που συμμετέχει. Ουσιαστικά δηλαδή μέχρι τα τέλη του 2025 το Ταμείο θα πρέπει να έχει μηδενίσει τις συμμετοχές του από την Εθνική Τράπεζα (40,3%), την Τράπεζα Πειραιώς (27,3%), την Alpha Bank (9%), τη Eurobank (1,4%) και την Attica Bank (62,93%).
Στο υπό επεξεργασία νομοσχέδιο ρυθμίζονται κυρίως τεχνικά θέματα, χωρίς να προβλέπονται δυστυχώς ουσιαστικές παρεμβάσεις έτσι ώστε το Ταμείο να καταστεί ένας φορέας που προάγει το δημόσιο συμφέρον και ο ρόλος του να ενισχύει και να υποστηρίζει την ελληνική Πολιτεία προς την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας και την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, ενώ παράλληλα να επιτυγχάνεται και η σταδιακή απεξάρτησή του από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και η αντιστροφή της αποικιοκρατικής αντίληψης που είχε μέχρι σήμερα αποτυπωθεί στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι για τον διορισμό του νέου Δ.Σ. τα μέλη που συγκροτούν την επιτροπή επιλογής η οποία θα προτείνει τους επικρατέστερους υποψηφίους για την κάλυψη των θέσεων του Δ.Σ. κατά το ήμισυ θα προτείνονται από α) την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, β) την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και γ) τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι το κομβικό σημείο στο νέο νομοθετικό πλαίσιο που προωθείται είναι το πώς θα πραγματοποιηθεί η αποεπένδυση του Ελληνικού Δημοσίου. Κι αν για τις Alpha, Eurobank κυρίως αλλά και για την Πειραιώς, λόγω μικρού ποσοστού συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου μέσω ΤΧΣ, υπάρχουν κυρίως διαδικαστικά και οικονομικού χαρακτήρα θέματα, για την Εθνική Τράπεζα και την Αττικής τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Κατ’ αρχάς, πέρα από την κυβέρνηση, που είναι γνωστών προθέσεων, τίθεται το θέμα της διατήρησης ή μη της στρατηγικής πλειοψηφίας του Δημοσίου στην Εθνική Τράπεζα με ορίζοντα το 2025.
Για την Αττικής, με τα τεράστια κεφάλαια που έχει διαθέσει το π. ΤΣΜΕΔΕ (ΕΦΚΑ πλέον), η απόφαση επίσης μόνο πολιτική μπορεί να είναι. Η κυβέρνηση βεβαίως άλλος στόχους έχει και άλλα μεθοδεύει.
Στην παρούσα φάση και σύμφωνα με το υπό επεξεργασία νομοσχέδιο, το Ταμείο έχει εισέλθει στη φάση σχεδιασμού της πολιτικής αποεπένδυσης, αλλά και του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου του Ν. 3864/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, καθορίζονται ο τρόπος και η διαδικασία διάθεσης του συνόλου ή μέρους των μετοχών πιστωτικού ιδρύματος που κατέχει το Ταμείο. Για τη λήψη της απόφασης διάθεσης το Δ.Σ. του Ταμείου λαμβάνει έκθεση από έναν ανεξάρτητο σύμβουλο αποεπένδυσης, ο οποίος διαθέτει διεθνώς αναγνωρισμένο κύρος και πείρα σε αντίστοιχα θέματα.
Πηγή: www.avgi.gr
Κατηγορίες: Xρονολογική σειρά, Ενημέρωση, Τραπεζικά
Μην παραλείψετε να διαβάσετε:
Αναδημοσιεύουμε παρακάτω το άρθρο του Κώστα Τσουκαλά που αναφέρεται στις διαπραγματεύσεις και στα μηδαμινά…
Αναδημοσιεύουμε παρακάτω την ανακοίνωση του ΣΕΤΑΠ πουα αφορά την καταβολή των αναδρομικών απο τον ΕΦΚΑ.…
Είθισται όταν γίνεται μια απεργία και μάλιστα επιτυχημένη, την επόμενη ή τις επόμενες μέρες…
Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε χθες η τετράωρη προειδοποιητική στάση εργασίας στην Αχαΐα, ενάντια στα σχέδια…
Το τελευταίο διάστημα έχουν ενταθεί οι μετακινήσεις συναδέλφων σε όλη την Ελλάδα από και προς…